σταυρώμενος — σταυρόω fence with pales pres part mp masc nom sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εσταυρωμένος — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται ο σταυρωμένος Ιησούς. Χρησιμοποιείται κυρίως στην αγιογραφία και στη ζωγραφική, για να προσδιορίσει φορητές εικόνες, πίνακες, τοιχογραφίες και ψηφιδωτά που εικονίζουν τον Ιησού στον σταυρό. Ο Ε. ήταν προσφιλές… … Dictionary of Greek
Rethymno — Gemeinde Rethymno Δήμος Ρεθύμνου … Deutsch Wikipedia
Sitia — Gemeinde Sitia Δήμος Σητείας … Deutsch Wikipedia
σταυροπαγής — ές, Μ σταυρωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + παγής (< θ. παγ τού πήγνυμι*), πρβλ. προσωποπαγής] … Dictionary of Greek
σταυρός — Πανάρχαιο ξύλινο όργανο βασανισμού που κατασκευαζόταν με δύο δοκάρια το ένα κάθετο καρφωμένο στη γη και το άλλο οριζόντιο. Τα πιο συνηθισμένα σχήματα των σ. ήταν τρία: το κύριο σταυρικό, όπου το κάθετο δοκάρι ξεπερνούσε σε ύψος το οριζόντιο· το… … Dictionary of Greek
Χαμαλεύρι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ.) του νομού Ρεθύμνης. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (4 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν άλλοι 2 μικρότεροι οικισμοί, το Αστέρι (υψόμ. 80 μ.) και ο Σταυρωμένος (υψόμ. 10 μ.) … Dictionary of Greek
σταυρώνομαι — σταυρώνομαι, σταυρώθηκα, σταυρωμένος βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σταυρώνω — σταύρωσα, σταυρώθηκα, σταυρωμένος 1. καρφώνω πάνω στο σταυρό: Μαζί με το Χριστό σταύρωσαν και δύο ληστές. 2. τοποθετώ δύο πράγματα σε σχήμα σταυρού: Τι κάθεσαι με σταυρωμένα τα χέρια; 3. κάνω το σημείο του σταυρού πάνω σε κάποιον για την αποτροπή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)