Σταυρωμένος

Σταυρωμένος
Όνομα τριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (122 κάτ., υψόμ. 220 μ.) στην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται κοντά και νότια της Σητείας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (9 τ. χλμ., 300 κάτ.), στην οποία ανήκουν και τα χωριά Αρνικό (105 κάτ., υψόμ. 210 μ.), Κάτω Δρυς (35 κάτ., υψόμ. 360 μ.) και η Ζου (38 κάτ., υψόμ. 170 μ.). 2. Ημιορεινός οικισμός (15 κάτ., υψόμ. 240 μ.), στην επαρχία Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Μαργαριτών. 3. Παράλιος οικισμός (404 κάτ., υψόμ. 10 μ.), στην επαρχία Ρεθύμνης του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Χαμαλευρίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σταυρώμενος — σταυρόω fence with pales pres part mp masc nom sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εσταυρωμένος — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται ο σταυρωμένος Ιησούς. Χρησιμοποιείται κυρίως στην αγιογραφία και στη ζωγραφική, για να προσδιορίσει φορητές εικόνες, πίνακες, τοιχογραφίες και ψηφιδωτά που εικονίζουν τον Ιησού στον σταυρό. Ο Ε. ήταν προσφιλές… …   Dictionary of Greek

  • Rethymno — Gemeinde Rethymno Δήμος Ρεθύμνου …   Deutsch Wikipedia

  • Sitia — Gemeinde Sitia Δήμος Σητείας …   Deutsch Wikipedia

  • σταυροπαγής — ές, Μ σταυρωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + παγής (< θ. παγ τού πήγνυμι*), πρβλ. προσωποπαγής] …   Dictionary of Greek

  • σταυρός — Πανάρχαιο ξύλινο όργανο βασανισμού που κατασκευαζόταν με δύο δοκάρια το ένα κάθετο καρφωμένο στη γη και το άλλο οριζόντιο. Τα πιο συνηθισμένα σχήματα των σ. ήταν τρία: το κύριο σταυρικό, όπου το κάθετο δοκάρι ξεπερνούσε σε ύψος το οριζόντιο· το… …   Dictionary of Greek

  • Χαμαλεύρι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ.) του νομού Ρεθύμνης. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (4 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν άλλοι 2 μικρότεροι οικισμοί, το Αστέρι (υψόμ. 80 μ.) και ο Σταυρωμένος (υψόμ. 10 μ.) …   Dictionary of Greek

  • σταυρώνομαι — σταυρώνομαι, σταυρώθηκα, σταυρωμένος βλ. πίν. 4 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σταυρώνω — σταύρωσα, σταυρώθηκα, σταυρωμένος 1. καρφώνω πάνω στο σταυρό: Μαζί με το Χριστό σταύρωσαν και δύο ληστές. 2. τοποθετώ δύο πράγματα σε σχήμα σταυρού: Τι κάθεσαι με σταυρωμένα τα χέρια; 3. κάνω το σημείο του σταυρού πάνω σε κάποιον για την αποτροπή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”